- διστασμός
- οβλ. δισταγμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διστασμοῦ — διστασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστασμόν — διστασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία … Dictionary of Greek